Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2013

Άσχετος ή αγενής;


Εδώ και μερικά χρόνια οι μεγάλες εφημερίδες μας καθιέρωσαν στις επώνυμες στήλες να βάζουν κάτω από την υπογραφή του συντάκτη και την ηλεκτρονική του διεύθυνση (email). Για να μπορούν οι αναγνώστες να επικοινωνήσουν μαζί του. Όμως, πώς; Ιδού ένα παράδειγμα.
Την Τετάρτη 23.1. ο Δημήτρης Μητρόπουλος έγραψε στα ΝΕΑ, στη στήλη του «Αγιογραφίες», ένα κείμενο με τίτλο: «Εφήμερα». Άρχιζε έτσι:
«Το 1984, όταν επανεκδόθηκε το ημερήσιο «Βήμα», και μάλιστα για πρώτη φορά σε μορφή ταμπλόιντ, ο Παύλος Μάτεσις έγραφε για μερικούς μήνες καθημερινό χρονογράφημα. Μπορεί να είναι περισσότερο γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος, αλλά ο εκλιπών είχε δώσει τότε μια δική του, αισθαντική αλλά και διεισδυτική εκδοχή για το καθημερινό δημοσιογραφικό σχόλιο. Σε ένα από τα τότε κείμενά του μάλιστα είχε αναφερθεί στο εφήμερο, ένα είδος πεταλούδας, περιγράφοντας με αυτόν τον έμμεσο τρόπο τη γοητεία αλλά και τη σύντομη διάρκεια της δημοσιογραφικής παρέμβασης. Είναι η ματιά του λογοτέχνη».
Πιθανόν να έγραφε και ο Παύλος Μάτεσις τότε στο Βήμα. Δεν το θυμάμαι. Σίγουρο είναι ότι έγραφα εγώ χρονογράφημα από την αρχή (1983 και όχι 84) ως το 87. Και ανάμεσα στα πρώτα, ήταν ένα με τίτλο «Οι Εφήμεροι», που αναδημοσιεύτηκε μετά σε βιβλία και ανθολογίες:
«Τι μένει από έναν χρονογράφο σαν πεθάνει; Ίσως μόνο ένα χρονογράφημα, που γράφει ένας άλλος, που κι αυτός έτσι θα ξεχαστεί. Ίσως κάτι περισσότερο: η ένταση ζωής που χάρισε στους αναγνώστες του. Ο πλούτος και η ευφορία που δώρισε -έστω και για στιγμές- σ' αυτούς που τον διάβαζαν. Αυτή η αίσθηση πρόσθετου βίου: μια αύρα γύρω από το όνομα, μία άλως πίσω από τις λέξεις.
Ο Αριστοτέλης (αλλά και ο Ροΐδης) έχουν γράψει για τα Εφήμερα, τα έντομα που ζουν μόνο μία μέρα: "...ζη και πέτεται μέχρι δείλης..." το εφήμερο πλάσμα. Έτσι και τα κείμενά μας, μιας ημέρας ζωή. Από σκόρπιες μέρες η ιστορία των χρονογράφων, λησμονημένες ψηφίδες. []

Εφήμερα κείμενα, για εφήμερους ανθρώπους. Η αιωνιότητα είναι άλλων το χωράφι».


Θεωρώ απίθανο να γράψαμε Μάτεσις κι εγώ, την ίδια εποχή, το ίδιο θέμα, στην ίδια εφημερίδα. Μάλλον ο Δημήτρης Μητρόπουλος μπέρδεψε τις υπογραφές.

Αυτό δικαιολογείται, μετά από 30 χρόνια. Αυτό που δεν δικαιολογείται, είναι ότι το σχετικό email που του έστειλα αυθημερόν έμεινε αναπάντητο. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Ήδη πριν από δύο μήνες είχα χρησιμοποιήσει πάλι το email του – χωρίς αποτέλεσμα. Και, διάβολε, δεν του έγραφε «ο ανώνυμος αναγνώστης» αλλά ένας συνάδελφος, παλαιότερος.
Έτσι με άφησε με την απορία: ο συντάκτης αυτός είναι ψηφιακά αναλφάβητος; Ή, απλώς, αγενής; 
____________________________________________
Το πλήρες κείμενο μου "Οι Εφήμεροι" βρίσκεται εδώ: http://www.ndimou.gr/articledisplay.asp?cat_parent=42&time_id=213&cat_id=42

_______________________________________________

Υ. Γ.: 10.2.13. Ο κ. Δημήτρης Μητρόπουλος απάντησε σήμερα στο μήνυμά μου - αλλά επειδή χαρακτηρίζει την επιστολή του ιδιωτική και τονίζει τον μη δημόσιο χαρακτήρα της, δεν δικαιούμαι να την δημοσιεύσω.

Y. Γ. 2: 11.2.13. Με την βοήθεια του Steppenwolf (που εντόπισε την ύπαρξη βιβλίου με τα χρονογραφήματα του Μάτεσι "Έκθεσις Ιδεών" και της Ειρήνης Γιαννάκη που το βρήκε, επιτέλους έχω στα χέρια μου το χρονογράφημα στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτρης Μητρόπουλος. Το παραθέτω παρατηρώντας τα εξής:

α) δημοσιεύτηκε τουλάχιστον ένα χρόνο μετά το δικό μου (το βιβλίο του Μάτεσι προσδιορίζει: μετα το 85. 1985-2005).
β) έχει σχεδόν τον ίδιο τίτλο, με μία σημαντική διαφορά: "Οι εφήμεροι" (χρονογράφοι)  και "Τα εφήμερα" (έντομα) παραθέτει τις ίδιες αναφορές από Αριστοτέλη και Ροΐδη. Πρόκειται για σύμπτωση χωρίς ούτε υποψία αντιγραφής. Έχει άλλο θέμα.
γ) δεν αφορά "τη σύντομη διάρκεια της δημοσιογραφικής παρέμβασης" όπως γράφει ο Δ.Μ. αλλά τα έντομα καθ' εαυτά. Το δικό μου είναι που συγκρίνει τους εφήμερους με τα εφήμερα.

Έχουμε λοιπόν μία περίεργη σύνθεση μνήμης δύο κειμένων.


Π. Μάτεσι: Τα εφήμερα

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης ο κρυπτολυρικότατος (όχι ο διαπομπευόμενος προσφάτως με "μεταφράσεις" σε "σημερινά" ελληνικά), μεταμφιέζοντας τον λυρισμό του με προσωπίδα την ευρυμάθεια, υμνεί το αναγκαίο και το τραγικό του έρωτα πληροφορώντας μας για το εφήμερο, το φτερωτό ζωύφιο που γεννιέται το πρωί και, έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής, πεθαίνει πλήρες ωρών με τη δύση του ήλιου. Κατά την παράθεσή του φράσεων του Αριστοτέλη "ζη και πέτεται μέχρι δείλης [...] του ηλίου δυομένου αποθνήσκει, βιώσαν ημέραν μίαν, διό και καλείται εφήμερον".

Οι μικροσκοπικοί αυτοί συγκάτοικοί μας αποτελούν απόδειξη πως το βραχύ του βίου είναι υπόθεση απόλυτα υποκειμενική, σχετική. Σε μία ημέρα του δικού μας ημερολογίου, συμπυκνώνουν μία ζωή. Και, φυσικά, δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν πως άλλοι συνταξιδιώτες τους στον πλανήτη ζουν πολύ περισσότερο. Ίσως δεν μπορούν να σκεφτούν ότι ζουν. Και, σίγουρα, δεν ευκαιρούν καθόλου να σκεφτούν: ζουν μόνο.

Τα ζωύφια αυτά δεν τρέφονται. Ούτε τους χρειάζεται, ούτε και ευκαιρούν. Γι΄αυτό δεν διαθέτουν στόμα πρόσφορο για λήψη τροφής.

Τα εφήμερα δεν αναπαύονται, δεν κάθονται. Πετούν μόνο, πάνω από νερά ήσυχα. Η ζωή τους, ομαδική, συνοψίζεται σε ένα ολιγόωρο φτερούγισμα. Στο διάστημα αυτό, αναζητούν σύντροφο και ερωτεύονται. Μόνο. Ζευγαρώνουν στον αέρα και, με τη δύση, χωρίς να το γνωρίζουν ή να το περιμένουν, ή να το φοβούνται, πεθαίνουν στον αέρα. Και πέφτουν στο νερό. Ένα συννεφάκι τοσοδά λιγότερο διάφανο από τον αέρα, πέφτουν στην επιφάνεια του νερού. Τόσο απαλά, που το νερό δεν κάνει τον κόπο να τα κατεβάσει στον βυθό. Τα αυγά τους μόνο βυθίζονται. Λίγο πριν πεθάνει, η θηλυκιά αφήνει να πέσουν στο νερό τα αυγά που θα κατέλθουν αθόρυβα στον βυθό, να συνεχιστεί το είδος.

Αιτία θανάτου; "Εξ υπερβολής έρωτος και ηδυπαθείας".

Ένα ζωύφιο που θέλω να το φαντάζομαι της συνομοταξίας των εφημέρων, το ανακάλυψα τυχαία χτες, φυλακισμένο πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας, άγνωστο πώς. Ο ήλιος σε λίγο θα έπεφτε, και το εφήμερο πάλευε επίμονα να διατρήσει το τζάμι, αόρατο εχθρό και εμπόδιο, να περάσει έξω, προς τη ζωή που σε λίγο θα έδυε. Από λάθος (ποιανού; ) είχε περάσει τη νεότητά του και την ώριμη ηλικία του πίσω από ένα τζάμι, μακριά από τον προορισμό του. Ένας υποψήφιος γέροντας ηλικίας πέντε ωρών, παρθένος (γέροντας: αποκλείεται να' ταν γερόντισσα, αυτή θα είχε βρει τρόπο να βγει), δεσμώτης, εξόριστος, λιποτάχτης άθελά του, ενώ έξω σε λίγο το ρολόι του ήλιου θα σήμαινε τη λήξη σε μια ζωή που δεν αναλώθηκε, εξαιτίας ενός χαζού εμποδίου (η πόρτα). Η αιτία δεν ήταν ούτε καν τραγική.

Του άνοιξα, και κατάφερα να το πείσω να βγει. Χύθηκε προς την ύπαιθρο, αναζητώντας εφημέρισσα αζευγάρωτη. Μόλις πρόφταινε να πεθάνει: ο ήλιος είχε αρχίσει την κάθοδό του.